- καθεστήριον
- καθεστήριον, τὸ (Μ) [καθέξομαι]πάπ. διαμονητήριο, ξενώνας μοναστηριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθεστήριον — guest room neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεστηρίου — καθεστήριον guest room neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)